- ατυχώ
- -ησα, δεν έχω τύχη, δεν πετυχαίνω, πέφτω έξω: Ατύχησε στις επιχειρήσεις του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ατυχώ — ατυχώ, ατύχησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ατυχώ — (AM ἀτυχῶ, έω) [ατυχής] 1. δεν έχω καλή τύχη, είμαι άτυχος 2. δυστυχώ 3. η μτχ. παθ. αορ. στο αποτυγχάνω αρχ. 1. δεν κατορθώνω να αποκτήσω κάτι, αποτυγχάνω σε κάτι, ξαστοχώ 2. δεν κατορθώνω να πάρω τη συγκατάθεση ή την έγκριση κάποιου 3. (η μτχ.… … Dictionary of Greek
ἀτυχῶ — ἀτυχέω to be unfortunate pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀτυχέω to be unfortunate pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνατυχώ — έω, Α [ἀτυχῶ] είμαι κακότυχος και εγώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek
φταίω — πταίω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πταίω και διαλ. τ. φταίγω Ν υποπίπτω σε σφάλμα, κάνω λάθος, σφάλλω (α. «έφταιξε και πρέπει να πληρώσει» β. «ἐὰν πταίσωσί τι», Φιλήμ.) νεοελλ. είμαι ένοχος, υπαίτιος για κάτι, ευθύνομαι για κάτι («αυτός φταίει για το κακό … Dictionary of Greek